- μαντιλάκι
- και μανδιλάκι, το (Μ μανδηλάκι και μαντηλάκι)μικρό μαντίλι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μανδηλάκι — το (Μ μανδηλάκι) βλ. μαντιλάκι … Dictionary of Greek
μαντιλίτσι — το (Μ μαντηλίτσι) μαντιλάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαντίλι + υποκορ. κατάλ. ίτσι (πρβλ. κρασ ίτσι)] … Dictionary of Greek